Μια νύχτα που τα άστρα χόρευαν σαν ψίθυροι φωτός, οι ψυχές που είχαν χαθεί στον χρόνο βρήκαν τον δρόμο τους ... Κάθε βήμα τους άφηνε πίσω ένα μυστικό, έναν ανεπαίσθητο ψίθυρο στον άνεμο, που ζητούσε να ξυπνήσει την καρδιά. Μια νεαρή γυναίκα στάθηκε σιωπηλή κάτω από το φεγγάρι και άκουσε: «Θυμάσαι;» — ένας ψίθυρος που ταξίδεψε μέσα της σαν φως και σκιά μαζί. Κι αμέσως, οι αναμνήσεις ξαναγεννήθηκαν: χαμόγελα που είχαν ξεχαστεί, δάκρυα που είχαν θαφτεί, επιθυμίες που περίμεναν κρυμμένες στις σκιές του χρόνου. Εκείνη τη νύχτα, κατάλαβε πως τίποτα δεν χάνεται ποτέ. Τα μυστικά, οι αγάπες, οι ψίθυροι του παρελθόντος περιμένουν τη στιγμή τους για να ξαναμιλήσουν, να ξαναφωτίσουν την καρδιά, να θυμίσουν ποιοι ήμασταν… και ποιοι μπορούμε να γίνουμε.