
Στο μικρό χωριό της Καστανιάς, εκεί όπου τα σπίτια μύριζαν θυμάρι και παλιό ξύλο, ζούσε μια γυναίκα που οι χωριανοί αποκαλούσαν «Η Φύλακας των Καρτών».
Δεν ήταν μάγισσα ούτε προφήτισσα. Ήταν απλώς μια ψυχή που άκουγε πιο προσεκτικά από τους άλλους. Λέγαν πως οι κάρτες της δεν έδειχναν το μέλλον — έδειχναν την αλήθεια που ο καθένας φοβόταν να παραδεχτεί.
Κάποια μέρα πήγε κοντά της μια νεαρή κοπέλα, η Άλκηστη.
Τα μάτια της γεμάτα ανησυχία, η καρδιά της κλειστή σαν βιβλίο που δεν θέλει να διαβαστεί.
«Δεν ξέρω αν πρέπει να πιστέψω τις κάρτες», της είπε.
«Δεν ζητούν πίστη», απάντησε η Φύλακας. «Ζητούν ειλικρίνεια.»
Άπλωσε μπροστά της τρεις κάρτες. Η πρώτη έδειχνε τον Δρόμο: μια επιλογή που είχε καθυστερήσει.
Η δεύτερη έδειχνε τον Ήλιο: μια ευκαιρία που περίμενε. Η τρίτη έδειχνε το Ποτάμι: την ανάγκη να αφήσει πίσω της τον φόβο και να αφεθεί στη ροή.
«Το μέλλον δεν το ορίζουν οι κάρτες», είπε η Φύλακας.
«Το ορίζεις εσύ. Οι κάρτες απλώς φωτίζουν εκεί που έχει σκοτάδι.»
Η Άλκηστη ένιωσε κάτι να λυγίζει μέσα της—σαν να έσπαγε ένα παλιό κλουβί. Για πρώτη φορά, αντί να φοβηθεί, άφησε την καρδιά της να ακούσει.
Όταν έφυγε από το μικρό σπίτι, ο αέρας μύριζε διαφορετικά. Ίσως καθαρός.
Ίσως αληθινός. Ήταν η στιγμή που κατάλαβε πως η εμπιστοσύνη στη χαρτομαντεία δεν ήταν τυφλή πίστη.
Ήταν εμπιστοσύνη στον εαυτό της.
Και από εκείνη τη μέρα, κάθε φορά που κοιτούσε τον ουρανό, έβλεπε μια λεπτή, αόρατη γέφυρα να απλώνεται μπροστά της.
Τη γέφυρα που την οδηγούσε όχι στο προδιαγεγραμμένο, αλλά στο δικό της μονοπάτι.
